- ημιβρώς
- ἡμιβρώς, ό, ἡ (Α)ημίβρωτος, μισοφαγωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιβρῶτας — ἡμιβρώς masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιβρῶτι — ἡμιβρώς masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυβρώς — ( ῶτος), ο, η (Α) φρ. «βαρυβρὼς στόνος» στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱԿԵՐ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 6c ա. ἠμιβρώς semesus. ըստ կիսոյն կերեալ. կէս կերած. ... *Զայլսն լափատեն, եւ ձրձելով կիսակեր թողուն. Փիլ. տեսական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἡμιβρώτων — ἡμίβρωτος half eaten masc/fem/neut gen pl ἡμιβρώς masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)